- Σαββατιστής
- Σαββᾰτ-ιστής, οῦ, ὁ, member of a religious sect ofA sabbath-keepers, OGI573 (Cilicia, i B.C./i A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Σαββατιστής — ὁ, Α [σαββατίζω] μέλος θρησκευτικού συλλόγου ο οποίος τηρούσε την αργία και λατρεία τού Σαββάτου … Dictionary of Greek
Σαββατίτης — ὁ, Α ο Σαββατιστής*. ως κατ εξοχήν χαρακτηρισμός κάθε Ιουδαίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάββατον + κατάλ. ίτης (πρβλ. Μεσοποταμ ίτης)] … Dictionary of Greek